- ακροχανής
- ἀκροχανής (-οῡς), -ὲς (Α)αυτός που χάσκει, που έχει ορθάνοιχτο το άκρο, το κεφάλι «ἀκροχανές... δέρμα λέοντος» (Ανθ. Παλ. 6, 57).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -χανὴς < ἔχανον, < χαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροχανές — ἀκροχανής yawning at top masc/fem voc sg ἀκροχανής yawning at top neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)